Γράφει ο Σωτήρης Καλαμίτσης.
Έπεσε το μάτι μου σε μία απόφαση του Αρείου Πάγου [453/2016], με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι, αν μαγνητοφωνείς τον αντίδικό σου εν αγνοία του, για να αποδείξεις στο δικαστήριο ότι δεν είσαι αυτό που σε κατηγορεί ο αντίδικος ότι είσαι, τότε το αποδεικτικό αυτό στοιχείο δεν λαμβάνεται υπόψη καθ’ ότι παράνομο, επειδή «το έννομο αγαθό της ελεύθερης επικοινωνίας είναι υπέρτερο από εκείνα της περιουσίας, της τιμής και της ελευθερίας». Δηλαδή: μαγνητοφωνώ τον τύπο που με έχει καταγγείλει ως τοκογλύφο, ώστε να αποδείξω στο δικαστήριο ότι δεν είμαι τοκογλύφος, αλλά το δικαστήριο σφυρίζει αδιάφορα. Και τούτο, διότι η τιμή μου, την οποία προσβάλλει βαναύσως και ψευδώς ο τύπος κατηγορώντας με για κακουργηματική τοκογλυφία, υποχωρεί προ του δικαιώματος του τύπου να επικοινωνεί μαζί μου ή με άλλους ελεύθερα και, έτσι, να μπορεί να λέει άφοβα την αλήθεια, την οποία κρύβει από το δικαστήριο, ώστε να με καταδικάσει. Και να ήταν μόνον αυτό; Απεφάνθη το ανώτατο δικαστήριο, ότι ακόμη και η ελευθερία μου υποχωρεί προ του δικαιώματος παντός κακοήθους να επικοινωνεί ελεύθερα και να επιδιώκει να με κλείσει στη φυλακή, ενώ γνωρίζει ότι δεν έχω διαπράξει αδίκημα, εξ ου και δεν πρέπει να στερηθώ της ελευθερίας μου εγκλειόμενος στις φυλακές.








