Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Στρατιωτικές αναμνήσεις (μεταξύ εύθυμου και τραγικού).

Θυμάται ο γιατρός Εμμ. Αρ. Χριστουλάκης.

Νησιώτης την καταγωγή και παράλιος μικροαστός, πρωτοαντίκρισα καστανιές τον Ιούνιο του 1948 στο χωριό Πεντάλοφο του νομού Κοζάνης. Ήταν η εποχή που είχε ανάψει ο Εμφυλιος με «κατά μέτωπο» συγκρούσεις. Μεγάλες στρατιωτικές μονάδες προωθούντο και συγκεντρώνονταν απ'τη μια και την άλλη μεριά της νοητής γραμμής του μετώπου.

Οι καστανιές είναι όμορφα δένδρα με πανύψηλους κορμούς και πυκνή φυλλωσιά. Αχόρταγα τα μάτια απολαμβάνανε την πράσινη γοητεία, καθώς καθισμένοι στην καρότσα ενός «Τζέϊμς» (GMC) ανεβαίναμε τις
στροφές του ανηφορικού χωματόδρομου (την εποχή εκείνη) που οδηγούσε στο Πεντάλοφο. Το χωριό, κτισμένο πάνω στις πλαγιές μιας βουνίσιας καμπούρας, με τα πέτρινα καλοκτισμένα σπίτια του, που απ' την μια μεριά ήταν τριώροφα και απ' την άλλη ισόγεια, εντυπωσίαζε κι έδειχνε πως κάποτε πρέπει να ‘τανε ένα σημαντικό κεφαλοχώρι πλούσιο κι ονομαστό.

Καταλύσαμε στα διάφορα σπίτια του χωριού κατά μονάδες συστηματικά κι οργανωμένα. Πειναλέο το βλέμμα μας κατέτρωγε τις όμορφες κοπελιές κι ο νους έπλαθε απατηλά όνειρα απολαύσεων. Εκεί πάνω, όπως και στα γύρω χωριά, περνούσε τη ζήση του επίμοχθα και βασανισμένα ένας κόσμος που είχε ταλαιπωρηθεί με όποιο τρόπο βάλεις στο μυαλό σου, από τις ορδές του φοβερού Ντιαμάντε, μετά απ' τους αντάρτες και τώρα από μας. Νεαρές κοπελούδες φτωχοντυμένες, που καιρό, διάθεση και μέσα δεν είχαν γι αλλιώτικη εμφάνιση, με τις απανωτές υφαντές φούστες και τα ζιπούνια, με πλεκτές κάλτσες και λαστιχένια μαύρα παπούτσια, μάς κοίταζαν με τρομαγμένο βλέμμα, αναλογιζόμενες τί πιθανόν τους επιφύλασσε η μοίρα.

Οι διαταγές απ' τη Μεραρχία ήταν αυστηρές. «Σεβασμός και ιπποτικό πνεύμα» έπρεπε να χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά των στρατιωτών. Έλα όμως που ο πειρασμός ήταν ακατανίκητος. Πάντως, παρά το γεγονός ότι το χωριό είχε κατακλυστεί από εκατοντάδες νεαρά παιδιά-στρατιώτες, δεν σημειώθηκε ούτε ένα κρούσμα απόπειρας βιασμού. Ο τοπικός πληθυσμός, ιδίως ο γυναικείος, ανάσανε ανακουφισμένος.

Τις μάχιμες μονάδες συνόδευε και η στρατιωτική «μπάντα» της Μεραρχίας (2η). Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μάς συγκέντρωσαν στη μικρή πλατεία του χωριού, σ' ένα πλάτωμα που έκανε η ράχη. Ακούστηκαν λόγοι και λογύδρια και μετά ανέλαβε η «μπάντα» να μας ψυχαγωγήσει, μέχρι να ακουστεί το «ανακλητικό» Την επομένη θα ξεκινούσαμε για την «γραμμή των πρόσω». Ποιος ξέρει τί μας περίμενε;

Κάποια στιγμή μόλις άρχιζε να σουρουπώνει και η μικρή πλατεία ήταν ασφυκτικά πλημμυρισμένη από στρατιώτες, η μπάντα άρχισε να παίζει την «Εύθυμη χήρα» του Λέχαρ (αν έτσι λένε τον συνθέτη). Από μια άκρη της πλατείας ακούστηκε οχλοβοή και μουγκανητά. Οι στρατιώτες παραμέρισαν για να περάσει ένα μεγάλο κοπάδι βοδιών που οι αγελαδάρηδες τα οδηγούσαν μέσα στο χωριό για ασφάλεια. Όταν το κοπάδι είχε  φτάσει στο κέντρο της πλατείας, έβλεπε κανείς ένα θέαμα που έφερνε στο νου τα λόγια από το εύθυμο τραγουδάκι της εποχής οι «Τρεις καμπαλέρος», που έλεγαν:

«Τριγύρω βουβάλια, χιλιάδες κεφάλια, στη μέση εγώ ... »

Σ' ένα φόρτε της «μπάντας» ένας ταύρος ανασηκώνεται στα πισινά του και προσπαθεί μέσα στη στρίμωξη να «βατέψει» (από το αρχαίο ρήμα επιβατεύω) την μπροστινή του αγελάδα. Το τί επακολούθησε δεν περιγράφεται. Οι στρατιώτες ουρλιάζουν, τα βόδια μουγκρίζουν ξέφρενα, αγριεμένα και η «μπάντα» αλλάζοντας «σκοπό» φορτσάρει από την Κάρμεν του Μπιζέ το «... ο ταυρομάχος προχωρεί... ».

Τελικά το κοπάδι πέρασε, η οχλοβοή άρχισε να καταλαγιάζει και το «ανακλητικό» σήμανε ενώ οι στρατιώτες αποχωρήσαμε. Η πλατεία άδειασε, νέκρωσε, σ' όλο το χωριό έπεσε σιωπή. Οι μόνοι που ξαγρυπνούσαν ήταν οι σκοποί και ο γκιώνης που έκραζε λυπητερά ζητώντας τον χαμένο σύντροφό του. Αύριο αξημέρωτα θα ξεκινήσουμε και βάσει «εκπονηθέντος επιτελικού σχεδίου» θα σκοτώσουμε και θα σκοτωθούμε. Οι μανάδες μας μάταια θα περιμένουν τον γυρισμό μας. Εμείς θα έχουμε τραυματιστεί, ακρωτηριαστεί ή θυσιαστεί «υπέρ πίστεως και πατρίδος». Θα γίνουμε οι «άγνωστοι στρατιώτες».

Τί φρίκη! Τί όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος! «Βολικό να είναι θέλημα Θεού», έλεγε ο Μπρεντάν Γκράχαμ. Αυτά έγραφε στο τελευταίο γράμμα του, που βρέθηκε μέσα στην τσέπη του χιτωνίου του, ένας στρατιώτης. Τα χείλη του ήταν κρύα και ανέκφραστα, τα μάτια του γυάλινα κοίταζαν κατά τον ουρανό.