Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Στρατιωτικές αναμνήσεις.

Του Ιατρού Μανώλη Αρ. Χριστουλάκη.
 
Ένα πρωτοφανές περιστατικό.

Μισώ τον πόλεμο, τόσο από βιώματά μου όσο και από πεποίθηση. Δικαιολογημένα, θα με ρωτήσετε. «Μα υπάρχει άνθρωπος που "φιλεί" τον πόλεμο;».Η προσωπική μου απάντηση είναι «ΝΑΙ». Μπορεί να είναι λίγοι αλλά είναι ισχυροί, παντοδύναμοι, δικτάτορες, μονοκράτορες, πλανητάρχες, εξουσιαστές και καταπιεστές των λαών (οικονομικοί, στρατιωτικοί, θρησκευτικοί κ.ά.), πολεμοχαρείς και πολεμοκάπηλοι, βιομήχανοι πολεμικών όπλων κλπ.

Οι α χαίοι μας, αυτόν που μισούσε τον πόλεμο τον ονόμαζαν μισοπόρπακα. Πόρπαξ (-ακος) λεγότανε η εσωτερική λαβή της ασπίδας. Ίσως αυτή η λαβή να βασάνιζε, να τραυμάτιζε, να κούραζε τόσο πολύ το χέρι, που ο οπλίτης την μισούσε, και μ' αυτήν και την ασπίδα του, το κύριο αμυντικό όπλο του και, κατ' επέκταση, και τον πόλεμο. Παιχνίδιασμα μιας γλώσσας κι ενός πνεύματος ανεπανάληπτου.

Κι επειδή μιλάμε για την ασπίδα, άλλο πράμα ήτανε ο ρίψασπις, άλλο ο τρέσας (τρέω = τρέμω απ' τον φόβο μου, δειλιάζω) κι άλλο ο αντιρρησίας συνειδήσεως. Δεν ανήκω σε καμμιά απ' αυτές τις κατηγορίες. Απλούστατα, μισώ τον πόλεμο! Δέχομαι μόνο ν' αμυνθώ όταν κινδυνεύω και μάλιστα απρόκλητα, αναίτια, χωρίς δική μου υπαιτιότητα.

Αναπόφευκτα, αναγκαστικά, επιστρατεύθηκα το 1947 όταν ο υπουργός Στρατιωτικών Ρέντης, της τότε κυβέρνησης, ανέστειλε τις αναβολές λόγω σπουδών και μας έντυσε στο χακί. 10.000 φοιτητές σταλθήκαμε στα διάφορα κέντρα βασικής Εκπαίδευσης για να εκπαιδευτούμε πώς να σκοτώνουμε τ' αδέλφια μας. Το ίδιο γινότανε κι απ' την άλλη μεριά. Είχε αρχίσει το φονικό, το αδελφοκτόνο μακελειό.

Βρέθηκα στο ΚΒΕΑ (Κέντρο Βασικής Εκπαίδευσης Αθηνών) στο Χαϊδάρι, στον 9ο Λόχο που η αριθμητική του δύναμη σε οπλίτες ξεπερνούσε ένα τάγμα. Θυμάμαι στο Διοικητήριο του Κέντρου στο Χαϊδάρι, αντί για την ελληνική λέξη «Διοικητήριο» φιγουράρανε δύο κεφαλαία τεράστια λατινικά γράμματα HQ (Head Quarter).

Ήμουν άσσος στη σκοποβολή. Διάνα! Ποτέ μια βολίδα μου δεν ξέφυγε το μαύρο κέντρο του στόχου. Έτσι εξασφάλιζα κάθε φορά μια 24ωρη άδεια. Όμως είμαι βέβαιος ότι τις σπάνιες φορές που αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω το όπλο μου, καμιά βολίδα μου δεν συνάντησε στην πορεία της ανθρώπινο στόχο.

Έζησα, όπως κι άλλες χιλιάδες συστρατευμένοι μου, τραγικές στιγμές. Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος να τις εξιστορήσω τώρα. Θ' αναφέρω μόνο μερικούς συγκλονιστικούς αριθμούς. Στο Παλιοκρίμινι, πάνω απ' την Κυψέλη και απέναντι απ' το Μπουχέτσι (ένα τρομερό οχυρό) στο Γράμμο, κατέγραψα εκατοντάδες νεκρούς και 5.000 τραυματίες! Ως δευτεροετής φοιτητής Ιατρικής, κάνοντας χρέη τραυματιοφορέα, επιτέλεσα το καθήκον (πέραν του καλώς νοούμενου) κι αυτό με ενδιέφερε, με το να βοηθώ να περιθάλπω και να περιποιούμαι τους τραυματίες, ανεξάρτητα του πού ανήκαν. Γι' αυτό και τιμήθηκα με «Εύφημο μνεία» και «Πολεμικό Σταυρό», όχι για πολεμική δράση, αλλά ως υγειονομικός, όχι ως τυφεκιοφόρος.
                                              
Προλεγόμενα.

Μην περιμένετε να σας αφηγηθώ συνταρακτικά πολεμικά γεγονότα, στρατιωτικά εγχειρήματα, ηρωϊσμούς ή ανδραγαθίες. Αυτά τα αφήνω για τους αιμοχαρείς πολέμαρχους. Έζησα ντυμένος στο χακί 999 ημέρες, απ' τις 28.6.47 μέχρι της 28.3.50. Ξεκίνησα απ' το Χαϊδάρι (ΚΒΕΑ), πήγα στο KEY (Κέντρο Εκπαίδευσης Υγειονομικών), τοποθετήθηκα στο 211ο Χειρουργείο Εκστρατείας και μ' αυτό, από τη Λάρισα, ένα δρομολόγιο προς Σιάτιστα, Τσοτίλι, Πεντάλοφο, Επταχώρι, Φούρκα (στην πλαγιά του τρομερού φαλακρού Σμόλικα), Καστοριά, Πολυκέρασο, Πολυκάστανο, Παλιοκρίμινι, Φλώρινα.

Είχε ανάψει για καλά ο εμφύλιος. Καθημερινά αντικρύζαμε νεκρά κορμιά παλικαριών σπαρμένα στις δασώδεις πλαγιές των βουνών της Δυτικής Μακεδονίας. Βέρνο, Σνιάτσικο, Παλιοκρίμινι, Κουλκουθούρια, Πισόδερι, Βίγλα κλπ. Κίτρινα τα πρόσωπα από το χρώμα του θανάτου, στα χείλη να πλανάται ένα αναπάντητο «ΓΙΑΤΙ;». Παλικάρια, στον ανθό της ηλικίας των, κείτονταν ακίνητα, ξεματωμένα, νεκρά. Όλοι οι νεκροί μοιάζουν! Γέμισε η Φλώρινα με δύο στρατιωτικά νεκροταφεία και στον κάμπο, κρυφά, ανοίχτηκε ομαδικός τάφος για τους νεκρούς αντάρτες. Οι οικογένειες απελπισμένες περιμένουν την επιστροφή τους.

Η αναστολή των αναβολών λόγω σπουδών.

Μαύρη και άχαρη χρονιά το 1947. Όλοι οι φοιτητές και σπουδαστές ντύθηκαν στο χακί. Εγώ βρέθηκα στο ΚΒΕΑ στο Χαϊδάρι. Σαράντα μέρες βασική εκπαίδευση μέσα στη ζέστη του Ιουλίου και Αυγούστου (1947) και στη σκόνη του Στρατοπέδου και των χώρων εκπαίδευσης.

Το Χαϊδάρι τότε ήταν δασωμένο (δάσος Χαϊδαρίου). Στα βορεινά ήταν ένα φαλακρό χαμηλοβούνι το Κασκαντάγ (ένα φρικτό τουρκόφωνο τοπωνύμιο, λες και δεν υπήρχαν ελληνικά). Στη νότια πλευρά ο πευκόφυτος λόφος του Προφήτη Ηλία. Όλ' αυτά τώρα έχουν γίνει τούβλα, σίδερα και τσιμέντα. Η στάση του λεωφορείου που μας εξυπηρετούσε ήταν τα «Κουνέλια» (ήταν το όνομα μιας ταβέρνας, που βρισκότανε εκεί).

Ασκήσεις πυκνής τάξεως, καψόνια, ακροβολισμοί, χρήση όπλων, ιδρώτας, διψασμένα λαρύγγια, ταλαιπωρημένα κορμιά (αμάθευτα φοιτητούδια), μαθαίναμε πώς να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλο. Το βράδυ ένα στρωματσόπανο πάνω στο τσιμέντο ήταν η κλίνη που θα ξεκουράζαμε το κουρασμένο μας κορμί. Και μετά απ' αυτά, πάνω στα λαγκάδια και ρουμάνια της Δυτικής Μακεδονίας, σε μια πορεία που δεν έμοιαζε καθόλου με εκδρομική πεζοπορία. Σε κάθε βήμα καιροφυλαχτούσε ο Χάρος. Νάρκες, ενέδρες, πυροβολικό! Όλα τα σύνεργα του θανάτου έτοιμα. Το δρεπάνι του Χάρου κλάδευε με την κοφτερή, παγωμένη λεπίδα του, τρυφερά λεπτόκορμα βλαστάρια. Πόσα χάθηκαν τότε!

Το «υγειονομικό» τινάζεται στον αέρα.

Κάθε πρωί ξεκινούσαν δύο φάλαγγες φορτηγών αυτοκινήτων τα «Τζέϊμς» (GMC) που μετέφεραν στρατιώτες και εφόδια απ' τη Φλώρινα προς την Κοζάνη και αντίθετα. Το ίδιο γινότανε και με τα γύρω κοντινά χωριά. Σκόπια, Δροσοπηγή κ.ά. Τη φάλαγγα συνόδευε πάντοτε ένα «υγειονομικό» ένα DODEE, που διέθετε δύο υποτυπώδεις κλίνες και ένα φορειαμό με διάφορα φάρμακα επείγουσας ανάγκης και επιδεσμικό υλικό. Στο «υγειονομικό», εκτός του οδηγού, υπήρχε «κανονικά» ένας γιατρός και ένας τραυματιοφορέας. Όμως, τις περισσότερες φορές, η Διοίκηση του Χειρουργείου «αγγάρευε» έναν από εμάς, τα δευτεροετή φοιτητούδια, να παίξουμε τον ρόλο του γιατρού. Υπήρχε βέβαια, σπάνις γιατρών.

Εδώ μια μικρή παρένθεση. Ένα βράδυ στη Φλώρινα (παραμονές της μάχης 11.2.49), η 3η ορεινή ταξιαρχία με διοικητή τον ταξίαρχο, Πειραιώτη, Κωνσταντίνο Βλάχο, επρόκειτο να επιχειρήσει μια νυχτερινή ανιχνευτική έφοδο στα γύρω απ' της Φλώρινας τα βουνά. Ζήτησε, λοιπόν, ο Ταξίαρχος, ένα γιατρό για να συνοδεύσει την μονάδα. Ο προκομμένος ο Διοικητής μας, επίατρος Ανδρέας Πετρόπουλος, αντί για γιατρό έστειλε εμένα. Όταν ο Ταξίαρχος με αντίκρισε, έγινε έξω φρενών. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται.

Ένα πρωινό ήταν η σειρά μου να πάω εγώ στο συνοδευτικό της φάλαγγας «υγειονομικό». Από βραδύς ο φίλος μου και συμφοιτητής μου Δημήτρης Λεουδάκης (αργότερα έγινε μικροβιολόγος) με παρεκάλεσε να πάει την ημέρα εκείνη αυτός αντί για μένα γιατί την επομένη, που ήταν η σειρά του, είχε κάποια δουλειά. Δέχτηκα, ο Διοικητής το ενέκρινε και το «υγειονομικό» έφυγε με τον Δημήτρη. Οι φάλαγγες κινούντο με «βήμα πεζού» γιατί μπροστά πήγαιναν οι ανιχνευτές ναρκών. Οι αντάρτες κάθε βράδυ ναρκοθετούσαν τη «δημοσία», από όπου περνούσαν οι φάλαγγες, με τεράστιες νάρκες κατά των οχημάτων, τις τρομερές «Τέλερμαϊν», μεγάλες σαν ταψιά, που όταν πατούσε κάποιος τροχός τ' αυτοκίνητο τιναζότανε στον αέρα μ' όλο του το «περιεχόμενο». Το «υγειονομικό» εκινείτο, συνήθως, στο μέσο της φάλαγγας.
Δύο με τρεις ώρες μετά την αναχώρηση της φάλαγγας ήρθε το θλιβερό μαντάτο. Το «υγειονομικό» και δύο – τρία ΤΖΕΙΜΣ πάτησαν νάρκες και τινάχθηκαν στον αέρα. Πολλά παλικάρια σκοτώθηκαν, άλλα τραυματίστηκαν. Ο Δημήτρης, με βαριά τραύματα και κάταγμα στη σπονδυλική, κατόρθωσε ευτυχώς να επιβιώσει. Είχαμε τη χαρά, μετά από 50 χρόνια, να ξανασυναντηθούμε μαζί με άλλους 10 συναδέλφους (παπούδες πια!) σε μια συνάντηση που οργάνωσα στις 11 Φεβρουαρίου 1999 (50 χρόνια μετά τη μάχη της Φλώρινας!).

Απ’ τη γραμμή των «πρόσω» στα «μετόπισθεν».

Είκοσι τρεις μήνες βολόδερνα στα ποτισμένα με αδελφικό αίμα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας. Κάποτε εδέησε να ‘ρθει ο καιρός να σταματήσει το μακελειό. Η Ελλάδα θρήνησε εκατόμβες θυμάτων, στρατιώτες και πολίτες, χαλασμένα χωριά, ξεριζωμένες και απορφανισμένες οικογένειες, ανυπολόγιστες καταστροφές, φυγή. Μια σκέτη κατάρα!

Σιγά - σιγά οι στρατιώτες των «πρόσω» άρχισαν να μετατίθενται στα «μετόπισθεν». Οι διαταγές μεταθέσεων έρχονταν απανωτές. Ένα «αλαλούμ» επικρατούσε. Η μια αναιρούσε την άλλη και ώσπου να ετοιμαστεί το «φύλλο πορείας» του μετατιθέμενου μια επόμενη διαταγή άλλαζε την μονάδα προορισμού. Για μένα είχαν έρθει τρεις διαφορετικές μεταθέσεις μέσα σ’ ένα μήνα. Ο ακτινολόγος Θεόδωρος Παπαγιαννόπουλος, υπασπιστής τότε του Χειρουργείου, έχει πολλές τέτοιες ιστορίες να διηγηθεί.

Η τελική μετάθεσή μου ήταν στο 415 Στρατιωτικό Σανατόριο, ένα χιλιόμετρο μακριά απ’ το τελευταίο σπίτι του συνοικισμού «Νέα Ελβετία» (μετά την Καισαριανή και τον Βύρωνα). Όσοι φοιτητές μετατεθήκαμε εκεί στο 415 Σανατόριο «εκτελούσαμε χρέη» σκοπού, γραφιά, θαλαμοφύλακα κλπ. Σε μένα ανατέθηκε η καθημερινή ενημέρωση και γραφή της ημερησίας διαταγής. Το 415 Σανατόριο νοσήλευε τότε 400 περίπου στρατιώτες και αξιωματικούς (αν θυμάμαι καλά) που περιθάλποντο ή χειρουργούντο από ονομαστούς «φυματιολόγους» της τότε εποχής ( 1950), όπως ο Τόγιας και άλλοι. Διευθυντής ήταν ο καλοκάγαθος φυματιολόγος επίατρος Ιωάννης Βέλλιος, στον οποίο χρεωστώ το ότι έγκαιρα πήρα το πτυχίο της Ιατρικής. Τον ευγνωμονώ, έκτοτε, ισοβίως! Μακαρίτης πια!

Η ημερησία διαταγή.

H ημερησία διαταγή δεν ήταν απλώς ένα ημερολόγιο, ήταν ένα βιβλίο καταγραφής «των πάντων», όσων συνέβαιναν ή αφορούσαν το Σανατόριο. Η κάθε μέρα έπιανε αρκετές δεκάδες σελίδες και η καταχώρηση έπρεπε να γίνεται ευανάγνωστη και ορθογραφημένη από έναν καλλιγράφο. Γι’ αυτή τη δουλειά, ο Διευθυντής, επέλεξε εμένα!

Στην ημερησία διαταγή γραφόντουσαν κάθε μέρα πολλά και ενδιαφέροντα, όπως διαταγές ή εντολές του Διευθυντή, ο αριθμός των νοσηλευομένων και του λοιπού προσωπικού και οι διάφορες μεταβολές που τους αφορούσαν, τα οικονομικά του Σανατορίου, οι αποφάσεις της Διεύθυνσης και, το σημαντικότερο, οι γνωματεύσεις της υγειονομικής επιτροπής που εξέταζε και έκρινε την κατάσταση υγείας των νοσηλευομένων και ίσχυαν μόνο και μόλις καταχωρούντο, στην ημερησία διαταγή. Από τις γνωματεύσεις προέκυπταν λόγοι αποζημιώσεως ή συνταξιοδότησης Οι δεκάδες σελίδες κάθε μέρα έπρεπε να μονογραφηθούν και να υπογραφούν απ’ τον Διευθυντή και τους αρμόδιους γιατρούς και στο τέλος να μπει και η «στρογγυλή» σφραγίδα του Σανατορίου. Ο μακαρίτης ο Βέλλιος είχε μια απλή υπογραφή που, πολλές φορές όταν ο Διευθυντής απουσίαζε, την έβαζα εγώ.

Οι εξετάσεις επί πτυχίω.

Ο Βέλλιος μου είχε δώσει την άδεια να παρακολουθώ τα εργαστήρια και τις παραδόσεις των μαθημάτων «επί πτυχίω» με την προϋπόθεση ότι η «ημερησία διαταγή» θα ήταν ενημερωμένη κάθε στιγμή. Τα μαθήματα στα οποία έπρεπε να εξεταστώ ήταν 14! Είχα δώσει την υπόσχεση στον εαυτό μου, και στον Βέλλιο, ότι θα τα περνούσα όλα σε μια περίοδο! Πολλές φορές, μ’ έγκριση του Βέλλιου, διανυκτέρευα στο σπίτι μου στον Πειραιά, για να μπορώ να διαβάζω στη βιβλιοθήκη του Δήμου (στεγαζότανε τότε εκεί πούνε το Ιστορικό Αρχείο - Δημοτικό Θέατρο) γιατί τα οικονομικά μου δεν μου επέτρεπαν ν’ αγοράζω τα πανάκριβα συγγράμματα.

Η περίοδος ορίστηκε τον Φεβρουάριο του 1950 κι εγώ έπεσα με τα μούτρα στο διάβασμα. Κάθε δεύτερη μέρα κι ένα μάθημα. Όλον αυτό τον καιρό ζούσα μέσα σε μια απερίγραπτη παραζάλη με αγωνία και υπερένταση εξ αιτίας της εντατικής μελέτης, της ξαγρύπνιας. Ήμουνα πλημμυρισμένος από αδρεναλίνη! Ταχυκαρδία, ιδρώτας, ανορεξία, τάση προς εμετό κορυφώνονταν όταν έφθανα μπροστά στον εξεταστή καθηγητή. Κάθε φορά έπαιζα κορώνα - γράμματα την προσπάθειά μου και την μελλοντική μου πορεία. Έπρεπε οπωσδήποτε, μέσα σε μια περίοδο, να «περάσω» τα 14 μαθήματα. Αλλιώς ποιος ξέρει τί με περίμενε! Μόλις απαντούσα σωστά στην πρώτη ερώτηση του καθηγητή, όλα άλλαζαν «ως δια μαγείας». Ηρεμούσα και αποκτούσα την αυτοκυριαρχία μου.Τόσο είχα δοθεί σ’ αυτή την προσπάθειά μου, ώστε είχα ξεχάσει ότι ήμουν στρατιώτης. Ένα μήνα ήμουν απών! Απίστευτο! Ανήκουστο!

Ο Γενικός Αρχίατρος Νίκου, ο δράκος.

Ο μακαρίτης ο Νίκου ήταν ο φόβος και ο τρόμος των υφισταμένων του. Αυστηρός και σκληρόκαρδος, δεν συγχωρούσε τίποτε. Είχα δώσει και το τελευταίο μάθημα, όλα επιτυχώς, εκτός της «Υδροθεραπευτικής» του καθηγητή Φωκά (γαμπρού του Μεταξά), που τον βαθμό της είχα το δικαίωμα να συμψηφίσω, και το απόγευμα εκείνης της ημέρας με φρεσκοσιδερωμένη τη στρατιωτική φορεσιά μου θυμήθηκα ότι έπρεπε να επιστρέφω στη μονάδα μου, στο Σανατόριο. Μετά την επιτυχία μου ζούσα σ’ ένα κόσμο ονειρεμένο κι όλα τ’ άλλα τάχα ξεχάσει.

Με το λεωφορείο απ’ την Αθήνα έφθασα στο τέρμα της Νέας Ελβετίας και σιγοτραγουδώντας κι αργοπερπατώντας βάδιζα στο χωματόδρομο για το Σανατόριο. Εκείνη την ώρα βασίλευε ο ήλιος. Σαν έφθασα κοντά στην πύλη του Σανατορίου άκουσα μια φωνή να μου λέει: «Έλα, κακόρζικε κουζουλέ και θα δεις ίντα σε περιμένει». Ήταν ο συμφοιτητής μου Μπαντουβάς (απ’ την Κρήτη) σκοπός στην πύλη. "Ιντάνε, μπρε συντεκνάκι", τ’ απαντώ, "και με καλωσορίζεις ετσά;". «Κόπιασε μπουνταλά και να μάθεις θέλει τα χαμπέρια» συμπληρώνει. Αιφνιδιάζομαι από το «φιλόφρον» καλωσόρισμα του Μπαντουβά και αναρωτιέμαι τι να συμβαίνει. Ο Μπαντουβάς καλεί απ’ το τηλέφωνο της σκοπιάς τον επιλοχία υπηρεσίας, λέγοντάς του: "Επαέ τον έχω τον γλεντιστή".

Πριν προλάβω να ρωτήσω τι συμβαίνει, παρουσιάζεται ο επιλοχίας, με πιάνει από το μπράτσο λέγοντάς μου «πάμε κατ’ ευθεία για ανάκριση!». «Ποια ανάκριση τον ερωτώ;» «Έκανε έφοδο ο Νίκου!», μ’ απαντά. Στ’ άκουσμα του ονόματος Νίκου, που ‘ταν συνώνυμο με «μαύρα μαντάτα», λυθήκανε τα γόνατά μου, άδειασε το κεφάλι μου, μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας, κόπηκε η λαλιά μου. Τότε συνειδητοποίησα τι μπορεί να είχε συμβεί. Ο γεν. αρχίατρος Νίκου έφθασε εκείνο το μεσημέρι στο 415 Σανατόριο για να κάνει μια «τυπική» επιθεώρηση. Ήταν η ώρα που χαν φύγει ο Διευθυντής και οι γιατροί και είχαν μείνει μόνο όσοι είχαν βάρδια. Όπως έμαθα αργότερα, μπήκε στο γραφείο του Διευθυντή, έδωσε εντολή να τον ειδοποιήσουν να παρουσιαστεί αμέσως και ζήτησε την «ημερησία διαταγή».

Ανοίγει το βιβλίο και αναζητά να βρει τα «γραφτά» εκείνης της ημέρας, δηλαδή της 28ης Φεβρουαρίου 1950. Αντί γι’ αυτήν την ημερομηνία βλέπει γραμμένη στην ημερησία διαταγή 1η Φεβρουάριου 1950!  Ζητά κάποιον να του εξηγήσει τι συμβαίνει. Κανείς δεν γνωρίζει τίποτε σχετικό και ο Νίκου μεταβάλλεται σε θηρίο. Το τι είπε δεν περιγράφεται. Όσοι ήτανε - παρόντες κερώσανε!

Κάποια στιγμή φθάνει ο καλοκάγαθος Βέλλιος γεμάτος ανησυχία και αγωνία, ακούει τα συμβάντα, βλέπει τον Νίκου να ωρύεται και δεν γνωρίζει τί να πει. «Που ακούστηκε, κύριε Επίατρε, κύριε Διευθυντά, κραυγάζει ο Νίκου, να μην έχει γραφτεί 27 ημέρες η ημερησία διαταγή;», και κατακεραυνώνοντας τον Βέλλιο εκστομίζει «αυτό σηκώνει Στρατοδικείο!».

Σηκώθηκε κι οργισμένος άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Νεκρική σιγή επικρατούσε στο γραφείο του Διευθυντή. «Που ‘ναι, μωρέ, αυτός ο Χριστουλάκης;», ακούγεται κάποια στιγμή να ψελλίζει ο Βέλλιος. Εγώ ακόμη δεν είχα φτάσει κι ένα τζιπ ξεκίνησε να κατέβη στον Πειραιά να με «κουβαλήσει» σιδηροδέσμιο. Ο αξέχαστος Βέλλιος περίμενε στο γραφείο του κάθιδρος, χλωμός, ανήσυχος, τρομοκρατημένος. Παιζότανε όχι μόνο η στρατιωτική του σταδιοδρομία και τιμή αλλά κι αυτή ακόμη η ζωή του. «Στρατοδικείο!» είχε ξεφωνήσει ο Νίκου.

Όταν με έφερε ο επιλοχίας στον Διευθυντή, εκείνος μόλις με αντίκρυσε μέσα σ’ ένα ξέσπασμα οργής, θυμού και κλάματος μου είπε: «Βρε αχαΐρευτε, βρε αγνώμονα, εγώ, βρε ηλίθιε σου παραστάθηκα, σε βοήθησα σαν πατέρας και συ πας να μου κλείσεις το σπίτι και να με στείλεις Στρατοδικείο; Χάσου από τα μάτια μου, πήγαινε να συμπληρώσεις την ημερησία διαταγή και να την έχεις έτοιμη μέχρι τα μεσάνυχτα!».

Άδικο είχε; "Πάρ’ τον  και πήγαινέ τον μέσα", λέει στον επιλοχία "και πρόσεχέ τον είναι υπό κράτηση". Ένας όγκος από διάφορα έγγραφα και γνωματεύσεις ήταν σωριασμένα πάνω στο τραπέζι. Άρχισα να γράφω. Ο σωρός δεν λιγόστευε. Ο επιλοχίας, κάθε λίγο, ερχότανε κι ερώταγε «κοντεύεις;». Οι ώρες περνούσαν, τα μεσάνυχτα είχαν περάσει κι εγώ μόλις είχα καταχωρήσει τα μισά έγγραφα. Κοντά στα ξημερώματα, η νύχτα τον Φεβρουάριο είναι ατέλειωτη, κατάφερα να συμπληρώσω την ημερησία διαταγή των 27 ημερών και τα συμβάντα της τραγικής αυτής ημέρας. Όταν τελείωσα πήγα στον διευθυντή. Εκείνος με μια ματιά γεμάτη θλίψη κι αγανάκτηση γυρίζει και μου λέει «τσακίσου από μπροστά μου αχάριστε» και απευθυνόμενος στον επιλοχία διατάζει «στο κρατητήριο!»

Ο Διευθυντής και οι συνεργάτες του δεν είχαν κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα. Συζητούσαν τα «διατρέξαντα» και προσπαθούσαν να βρουν λύση για το πώς θ’ αντιμετωπίσουν αυτό το σοβαρό πρόβλημα, αυτή την κρίσιμη κατάσταση.

Στο κρατητήριο.

Όταν έμεινα μόνος μέσα στο κρατητήριο, διαλυμένος από την κόπωση, την αγωνία, την αγρυπνία, άσιτος και «κατατρεγμένος» για αυτά που είχαν γίνει, προσπάθησα να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις που σαν τρελές στριφογύριζαν μέσ’ στο μυαλό μου. Αντηχούσαν ακόμη μέσα στ’ αυτιά μου οι πικρές λέξεις «αχάριστος, αγνώμων, ασυνεπής, παραβάτης καθήκοντος, με απουσία 27 ημερών απ’ τη μονάδα μου, με άγραφτη» ημερησία διαταγή, Στρατοδικείο, φυλακή ή εκτελεστικό. Κάθε λίγο και λιγάκι, ασταμάτητα με βασάνιζαν. Μια μικρή, μια ελάχιστη χαρούμενη ηλιαχτίδα γλύκαινε κάπως τον πικραμένο λογισμό μου. Ό,τι έγινε, ό,τι συνέβη, δεν έγινε με πρόθεση, έκανα μια τιτάνια προσπάθεια, έδωσα μια μάχη, πέρασα μέσα σε μια εξεταστική περίοδο 14 μαθήματα, είχα ήδη το πτυχίο στην τσέπη μου, άξιζε να νοιώσω λίγη χαρά γι’ αυτά όλα. Ηρέμησα και είπα, θα δεχθώ ό,τι πρόκειται να συμβεί.

Μετά από δύο ημέρες με κάλεσε ο Διευθυντής. «Άντε, μου λέει, παρά την πίκρα που μου έδωσες, σε συγχωρώ για ένα μόνο πράγμα, ότι κατάφερες να πάρεις το πτυχίο σου κι’ αυτό δεν είναι λίγο. Ευτυχώς πέρασαν τα χειρότερα και για τους δυο μας». Προσπάθησα να βρω δύο λόγια να τον ευχαριστήσω. «Φύγε, μου λέει, δεν χρειάζονται».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Ημερήσιες διαταγές 27 ημερών ανύπαρκτες!

Το περιστατικό ήταν πρωτοφανές, μοναδικό και ανεπανάληπτο. Δεν είχε ξανασυμβεί ούτε πρόκειται ποτέ άλλοτε να συμβεί! Το να μην υπάρξει καταγραφή «ημερησίας διαταγής» για 27 συνεχείς ημέρες σ’ ένα στρατιωτικό Σανατόριο και σε εμπόλεμη περίοδο, όπως ήταν τότε με τον εμφύλιο, αποτελούσε πρωτάκουστο σοβαρό παράπτωμα που ούτε ο στρατιωτικός νομικός κώδικας δεν το προέβλεπε. Τι ήταν; Προδοσία, δολιοφθορά, λιποταξία και τα τρία μαζί; Οι 400 νοσηλευόμενοι του 415 Σανατορίου, με σοβαρά προβλήματα υγείας, κινδύνευσαν να μείνουν ακάλυπτοι για μελλοντική αποζημίωση ή συνταξιοδότηση αφού οι σχετικές γνωματεύσεις της ειδικής υγειονομικής επιτροπής έμεναν ακαταχώρητες και άρα χωρίς ισχύ. Επίσης, οι μεταβολές καταστάσεως του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού του Σανατορίου (μεταθέσεις, απολύσεις, άδειες, θάνατοι, κλπ.) έμεναν μετέωροι «ανύπαρκτοι, ανεκτέλεστοι, αφού δεν επιβεβαιούντο από την καταγραφή τους στην «ημερησία διαταγή...

Η υπόθεση έπαιρνε απρόβλεπτες διαστάσεις, δεν ήταν τόσο απλή. Εξ αιτίας της τ’ ανώτατα κλιμάκια της ΑΣΔΑΝ είχαν κυριολεκτικά αναστατωθεί. Κατεβάλετο επίσης προσπάθεια η υπόθεση να παραμείνει μέσα στα στενά διοικητικά όρια, της ΑΣΔΑΝ, να μη γνωστοποιηθεί, να μη διαρρεύσει προς τα έξω, γιατί τότε θα εξευτελίζετο όλη η ιεραρχία της. Έπρεπε «πάση θυσία» να βρεθεί λύση. Ποια όμως;

Απανωτά συμβούλια, συσκέψεις, συναντήσεις ανωτάτων διοικητικών και νομικών αξιωματικών λειτουργούσαν επί 24ώρου βάσεως για την εξεύρεση διεξόδου από την περίπλοκη αυτή υπόθεση. Έπρεπε Διευθυντής και οπλίτης να κηρυχθούν «αλληλεγγύως υπόλογοι για την εκτέλεση αυτής της αξιόποινης πράξης, της οποίας ποιος ήταν ο σκοπός και σε τι και πώς απέβλεπε να βλάψει ή ζημιώσει το στράτευμα; Αναμφισβήτητα ήταν μία βαρειά αμέλεια.

Ο γεν. αρχίατρος Νίκου δεν έπαυε ν’ απαιτεί την παραπομπή των «ενόχων» στο Στρατοδικείο. Ο επίατρος Βέλλιος είχε έναν αδελφό, επίσης ανώτατο αξιωματικό, που δεν Θυμάμαι ακριβώς ποιο βαθμό είχε και πού υπηρετούσε. Ίσως στην ΑΣΔΑΝ. Εκίνησε γη και ουρανό για να σώσει τον αδελφό του από μια τέτοια αδιανόητη καταφρόνια. Ήταν θέμα τιμής για τον ίδιο, της οικογένειας Βέλλιου, για το στράτευμα. Το να τιμωρηθεί μόνο ο οπλίτης και ν’ απαλλαγεί ο Διευθυντής ήταν εκ των γεγονότων αδύνατον. Έπρεπε ή και οι δύο ν’ απαλλαγούν ή και οι δύο να παραπεμφθούν. Η Διοίκηση είχε πέσει σε οδυνηρούς λογισμούς, σε δίλημμα. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί μια σολομώντειος λύση.

Το σκεπτικό που επικράτησε, όπως μαθεύτηκε αργότερα, ήταν περίπου το εξής: Διευθυντής και οπλίτης δεν συνήργησαν για να προκαλέσουν ζημιά, βλάβη ή φθορά στο Σανατόριο. Στην ουσία η βαρεία αμέλεια και των δύο δεν επηρέασε τη λειτουργία του Σανατορίου, ούτε προκάλεσε ουσιαστικές ανωμαλίες. Ο Διευθυντής επίατρος αποτελούσε επίλεκτο και άμεμπτο στέλεχος της υγειονομικής υπηρεσίας με επιστημονική δράση αξιοζήλευτη και υψηλή  συναίσθηση καθήκοντος.

Για τον οπλίτη επικρατούσε η άποψη ότι δεν ενήργησε σκόπιμα ή δόλια, τουναντίον όπως προέκυπτε από το μητρώο του είχε τιμηθεί με «εύφημο μνεία» και «πολεμικό σταυρό» για τις υπηρεσίες του ως υγειονομικός και ο μοναδικός σκοπός του καθ’ όλα αξιέπαινος ήταν να λάβει το πτυχίο της Ιατρικής πράγμα το οποίο επέτυχε. Στην καθολική του προσπάθεια, να επιτύχει στις εξετάσεις του, του διέφυγε «στιγμιαίως» ότι ήταν εκτός από φοιτητής και στρατιώτης. Τελικά υπήρξε κι ένα «τεχνικό» ελαφρυντικό. Ο γεν. αρχίατρος Νίκου, στη διάρκεια της «εφόδου» στο Σανατόριο με το θυμό, την οργή του και τη βιαστική αναχώρησή του λησμόνησε να εγγράψει στην «ημερησία διαταγή» παρατήρηση, ότι λείπουν 27 ημερών «ημερήσιες διαταγές»! Η ολονύχτια όμως προσπάθεια του οπλίτη να συμπληρώσει την «ημερησία διαταγή» και για τις 27 ημέρες και η υπογραφή και σφράγισή του από το Διευθυντή, εξάλειψε απροόπτως το «πειστήριον τους εγκλήματος».
 
Έτσι, μη υπάρχοντος πλέον ενοχοποιητικού στοιχείου Διευθυντή και οπλίτη, απαλλάχτηκαν και η υπόθεση μπήκε στο Αρχείο, ανακουφίζοντας όλους εκτός του Νίκου. Προσωπικά δεν έπαψα να ευγνωμονώ τον επίατρο Βέλλιο και να τον μνημονεύω τώρα, μετά από τόσα χρόνια με ιδιαίτερο σεβασμό γιατί, παρά την τραγική δοκιμασία που έζησε, εξ αιτίας μου, έγινε αφορμή, έγκαιρα και χωρίς απώλεια χρόνου και κόπων, να συγκαταλεγώ μεταξύ των Ελλήνων Ασκληπιάδων.

Έτσι τον Μάρτιο του 1951 έδινα τη «διαβεβαίωση» και το 1952 εγγραφόμουνα στον Ιατρικό Σύλλογο Πειραιώς γιατρός.

Υ.Γ. Για όσους έχουν επιφυλάξεις ή αμφιβολίες περί του «λόγου το αληθές» μπορεί να τους το επιβεβαιώσει ο συμπατριώτης μου τότε, φαρμακοποιός Βασίλης Στρατής, που το φαρμακείο του ήταν απέναντι απ’ τον Κινηματογράφο «Καλιφόρνια» στην Αγία Σοφία.